Ἐπιτελῶν

Ἐπιτελῶν
Ἐπιτέλης
masc gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτελῶν — ἐπιτέλλω enjoin fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιτελέω complete pres part act masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτελίδα — η ναυτ. πλοιάριο πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά τών αξιωματικών (επιτελών) τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελής (πρβλ. ναύαρχος > ναυαρχίδα). Η λ. στον λόγιο τ. επιτελίς μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρντον, Τόμας — (Thomas Gordon, ; – 1841).Σκοτσέζος στρατιωτικός. Υπήρξε από τους πρώτους φιλέλληνες που πήραν ενεργό μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Ο Γ. με άλλους φιλέλληνες έφτασε με πλοίο από τη Μασσαλία στο ελληνικό στρατόπεδο των… …   Dictionary of Greek

  • Ζυμβρακάκης, Ιωάννης — (1818 – 1913). Στρατιωτικός. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στο Ναύπλιο και αποφοίτησε το 1841 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία για τέσσερα χρόνια και, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”